πάπια
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
η
1. κοινή ονομασία της νήσσας
2. μτφ. κοπέλα μικρού αναστήματος και ευτραφής η οποία βαδίζει σαν πάπια
3. ειδικό δοχείο για τη συλλογή τών απεκκρίσεων, ιδίως τών ούρων, τών ασθενών που δεν μπορούν να σηκωθούν από το κρεβάτι, αλλ. παπίτσα
4. φρ. «κάνει την πάπια» — προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι δεν γνωρίζει τίποτε
5. παροιμ. «με την απάθεια βράζ' η πάπια» — με την απάθεια και την υπομονή υπερνικώνται τα εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. πάππος «είδος πουλιού» αν δεν πρόκειται για ονοματοποιία από τη φωνή παπαπά του πουλιού].