βουθερής

From LSJ
Revision as of 09:28, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθερής Medium diacritics: βουθερής Low diacritics: βουθερής Capitals: ΒΟΥΘΕΡΗΣ
Transliteration A: boutherḗs Transliteration B: boutherēs Transliteration C: voutheris Beta Code: bouqerh/s

English (LSJ)

ές, A affording summer-pasture, λειμών S.Tr.188.

German (Pape)

[Seite 456] ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.

Greek (Liddell-Scott)

βουθερής: -ές, ὁ παρέχων βοσκὴν θερινήν, λειμὼν Σοφ. Τρ. 188.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où paissent les bœufs durant l’été, ou simpl. où paissent les bœufs, qui nourrit les bœufs.
Étymologie: βοῦς, θέρος.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): βούθοροι Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano λειμών S.Tr.188, cf. βουθερεῖ, βούθοροι Hsch.

Greek Monolingual

βουθερής, -ές (Α)
(λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θερής < θέρος.

Greek Monotonic

βουθερής: -ές (θέρος), αυτός που παρέχει θερινή βοσκή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βουθερής: служащий летним пастбищем для скота (λειμών Soph.).

Middle Liddell

θέρος
affording summer-pasture, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουθερής -ές βοῦς, θέρος waar runderen in de zomer verblijven :. ἐν βουθερεῖ λειμῶνι in een zomerweide voor runderen Soph. Tr. 188.