δαύω

From LSJ
Revision as of 09:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαύω Medium diacritics: δαύω Low diacritics: δαύω Capitals: ΔΑΥΩ
Transliteration A: daúō Transliteration B: dauō Transliteration C: dayo Beta Code: dau/w

English (LSJ)

A = ἰαύω, sleep, Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, Hsch. (Cf. δαίω(A).)

German (Pape)

[Seite 524] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δαύω: ἰαύω, κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. δαίω (Δ), τελ.

Spanish (DGE)

dormir δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.
• Etimología: Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. ἐνδαύω y Hsch. ἀδαύως, ἔδαυσεν, δαύειν.

Greek Monolingual

δαύω (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση του ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή του δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- του δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].

Russian (Dvoretsky)

δαύω: эол. Sappho = ἰαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαύω [~ ἰαύω?] slapen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sleep (Sapph. 83), ἔδαυσεν ἐκοιμήθη; ἀδαύως ἐγρηγόρως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. doṣā́ evening. Cf. on δείελος.

Frisk Etymology German

δαύω: {daúō}
Grammar: v.
Meaning: schlafen (Sapph. 83), ἔδαυσεν· ἐκοιμήθη; ἀδαύως· ἐγρηγόρως H.
Etymology : Reimwort zu ἰαύω, aber sonst unerklärt. Unwahrscheinliche Hypothese bei Güntert Reimwortbildungen 163. Nicht besser Bechtel Dial. 1, 118: zu aind. doṣā́ Abend usw.; vgl. zu δείελος.
Page 1,353