δασύστερνος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, A shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.
German (Pape)
[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.
Greek (Liddell-Scott)
δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la poitrine velue.
Étymologie: δασύς, στέρνον.
Spanish (DGE)
(δᾰσύστερνος) -ον
de pecho peludo o velludo de fieras, Hes.Op.514, Νέσσος S.Tr.557, cf. Nonn.D.17.200, de leones, Nonn.D.2.45, 14.361, de una tribu india, Nonn.D.26.91, δεχνυμένη Σατύροιο δασυστέρνους ὑμεναίους aceptando unas bodas con un sátiro de velludo pecho Nonn.D.28.90, Πάν Nonn.D.42.197.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύστερνος, -ον)
όποιος έχει στέρνο δασύ, τριχωτό
νεοελλ.
1. δασύστερνα, τα
ζώα με πυκνές τρίχες στο στέρνο
2. το αρσ. ως ουσ. δασύστερνος
γένος κολεόπτερων εντόμων.
Greek Monotonic
δασύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύστερνος: с косматой грудью (θῆρες Hes.; Νέσσος Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.