αὐτόστονος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον, A lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.
Spanish (DGE)
-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.
Greek Monolingual
αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].
Greek Monotonic
αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόστονος: стонущий о своей участи Aesch.