αὐτόστονος

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόστονος Medium diacritics: αὐτόστονος Low diacritics: αυτόστονος Capitals: ΑΥΤΟΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: autóstonos Transliteration B: autostonos Transliteration C: aftostonos Beta Code: au)to/stonos

English (LSJ)

ον, A lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.

Spanish (DGE)

-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.

Greek Monolingual

αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].

Greek Monotonic

αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόστονος: стонущий о своей участи Aesch.

Middle Liddell

στένω
lamenting by or for oneself, Aesch.