κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
ἐδωδή, η (Α)
1. τροφή, φαγητό
2. γεύμα
3. το να τρώει ή να μπορεί να φάει κάποιος
4. το δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. < έδω, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αγωγή)].