εδωδή

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

Greek Monolingual

ἐδωδή, η (Α)
1. τροφή, φαγητό
2. γεύμα
3. το να τρώει ή να μπορεί να φάει κάποιος
4. το δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. < έδω, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αγωγή)].