ευρωπαϊκός

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ευρώπη ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή ιστορία» γ. «ευρωπαϊκός πολιτισμός»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ευρωπαϊκά
η ανδρική ενδυμασία με σακάκι και μακρύ παντελόνι, σε αντιδιαστολή προς τη φουστανέλα, τη βράκα κ.λπ. τών παλαιών λαϊκών, εθνικών ενδυμασιών
3. φρ. «Ευρωπαϊκές Κοινότητες» ή «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» ή «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)
ο συνασπισμός τών κρατών της Δυτικής Ευρώπης που συνδέονται με πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες συνεργασίας με απώτερο στόχο τη συνένωση τών δυνάμεων τών κρατών-μελών και την παγίωση και διαφύλαξη της ειρήνης και ελευθερίας
4. φρ. «ευρωπαϊκοί χοροί» — παλιότερη ονομασία τών χορών που είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα από ευρωπαϊκές χώρες, σε αντιδιαστολή προς τους παραδοσιακούς εθνικούς χορούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωπα-ίος + κατάλ. -ικός, (πρβλ. ρωμαίος > ρωμαϊκός, αρχαίος > αρχαϊκός). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής].