ιδεώδης
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
-ες
1. ο ιδανικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ιδεώδες
α) αυτό που υπάρχει μόνο στη σκέψη
β) καθετί που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το πνεύμα, ιδανικό
γ) τελειότητα την οποία φαντάζεται το πνεύμα, χωρίς να μπορεί να τή φτάσει
δ) εκείνο το οποίο απλώς φιλοδοξεί κάποιος
ε) το τέλειο πρότυπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -ώδης. Η λ. ως προς το θέμα της (ιδε-) είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. ideal < λατ. idealis < λατ. idea (πρβλ. ιδέα), ενώ η κατάλ. (-ώδης) είναι απόδοση της λατ. κατάλ. -alis. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].