ιτιά
From LSJ
Greek Monolingual
και ετιά, η (ΑΜ ἰτέα, Μ και ἐτέα και ἐτιά και ἰτιά, Α ιων. τ. ἰτέη και ἰτείη)
κοινή ονομασία ειδών του γένους φυτών Σάλιξ
αρχ.
ασπίδα πλεγμένη από κλάδους ιτιάς και καλυμμένη με γύψο, δέρμα βοδιού ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰτέα < Fιτ-έα
το F επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησύχ. γιτέα- ἰτέα και από τον Όμηρο. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wī της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» και συνδέεται με λιθουαν. vytas «πλεγμένη», αρχ. ινδ. vīta-με μακρό ī όπως και στον τ. ἰτέα. Η λ. συνδέεται επίσης με τον τ. ἴτυς
Ο τ. εμφανίζει επίθημα -έα, που είναι πολύ εύχρηστο και σύνηθες σε ονομασίες δέντρων, φυτών (πρβλ. μηλ-έα, πτελ-έα, συκ-έη). Ο νεοελλ. τ. ιτιά < ἰτέα, με συνίζηση του ε (πρβλ. εννιά < εννέα, μηλιά < μηλέα)].