κρατύς

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτύς Medium diacritics: κρατύς Low diacritics: κρατύς Capitals: ΚΡΑΤΥΣ
Transliteration A: kratýs Transliteration B: kratys Transliteration C: kratys Beta Code: kratu/s

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, A strong, mighty, in Hom. always epithet of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης Il.16.181,24.345, Od.5.49. (For a doubtful fem. κράταια, v. κραταιίς.)

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτύς: ῠ, εως, ὁ, ὡς τὸ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, κρατὺς Ἀργειφόντης Ἰλ. Π. 181., Ω. 345, Ὀδ. Ε. 49· πρβλ. κράτιστος.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
seul. nomin.
fort, puissant.
Étymologie: κράτος.

English (Autenrieth)

= κρατερός, epithet of Hermes.

Greek Monolingual

κρατύς, ὁ (Α)
ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- (βλ. κράτος) + επίθημα -ύς (πρβλ. βραχ-ύς, πλατ-ύς)].

Greek Monotonic

κρᾰτύς: [ῠ], ὁ, όπως το κρατερός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτύς: (ῠ) adj. m могучий (Ἀργεϊφόντης Hom., HH).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατύς [~ κράτος] alleen Hom., sterk, machtig: κ. Ἀργεϊφόντης de sterke Argosdoder ( epithet van Hermes).

Middle Liddell

strong, mighty, Hom.