κωλυσιεργός

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσιεργός Medium diacritics: κωλυσιεργός Low diacritics: κωλυσιεργός Capitals: ΚΩΛΥΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kōlysiergós Transliteration B: kōlysiergos Transliteration C: kolysiergos Beta Code: kwlusiergo/s

English (LSJ)

όν, A hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21.κβ.

German (Pape)

[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.

Greek Monolingual

-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, ανεν-εργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.