λύγκας
Greek Monolingual
και λύγξ, -γκός, ο (Α λύγξ, -γκός και -γγός, ὁ, ἡ) είδος μεγάλων αιμοβόρων σαρκοφάγων ζώων που διακρίνονται για την οξυδέρκεια και την οξεία ακοή τους και που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στο γένος felis της οικογένειας αιλουροειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα luk- της ΙΕ ρίζας leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια με σημασία «φως» (πρβλ. λεύσσω, λευκός, λύχνος), ίσως λόγω της λάμψης που εκπέμπουν τα μάτια του ζώου ή λόγω του λευκού τριχώματός του. Η λ. συνδέεται με διαφόρους τ. της Αρμενικής, Γερμανικής, Σλαβικής με την ίδια σημ.: αρμ. lusanunk, αρχ. σουηδ. lō, αρχ. γερμ. luhs, αγγλοσαξ. lox, λιθουαν. lūš-u και lūšis και lunšis, ιρλδ. lug και σλαβ. rysi (το r- του σλαβικού τ. είναι υστερογενές, πιθ. αναλογικά προς άλλη λ.).
ΠΑΡ. λύγκειος
αρχ.
λύγγιος, λυγκεύς, λυγκίον
μσν.
λυγκικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λυγγούριον. (Β' συνθετικό) αρχ. λυκόλυγξ].