μαντάρα
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
η
1. τόπος γυμνός από δέντρα, κατάλληλος για βοσκή, μαδάρα
2. φρ. α) «τά κάνω μαντάρα»
i) αποτυγχάνω πλήρως σε μια ενέργεια
ii) καταστρέφω τα πάντα, τά κάνω άνω κάτω, προκαλώ αναστάτωση, αναταραχή
β. «έγινα μαντάρα» — ταλαιπωρήθηκα πολύ, κακοποιήθηκα, κακοπάθησα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μαδάρα (για την τροπή του -δ- σε -ντ- πρβλ. εν-δύω > ντύνω)].