μαστοράντζα
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
η
1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιος («αναβάλλω το βάψιμο του σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί»)
2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + κατάλ. -άντζα (< βεν. κατάλ. -anza), πρβλ. μπροστάντζα, σωφερ-άντζα].