μεταφυσική

From LSJ
Revision as of 15:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η
1. (φιλοσ.) α) κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με την κριτική έρευνα βασικών φιλοσοφικών υποθέσεων και επιχειρεί να προσδιορίσει ό,τι υπάρχει στον βαθμό που υπάρχει
β) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) γενική γνωστική μέθοδος, αντίθετη με τη διαλεκτική και βασισμένη σε μια απλουστευτική αντίληψη της ανάπτυξης και της εξέλιξης, μέθοδος η οποία αγνοεί ή υποτιμά την ιδέα της αυτο-κίνησης και αυτο-ανάπτυξης
3. γενική και αφηρημένη θεωρία («η μεταφυσική της γλώσσας»)
4. μτφ. καθετί το δυσνόητο και αφηρημένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μεταφυσικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. metaphysics)].