μετωποσκόπος

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσκόπος Medium diacritics: μετωποσκόπος Low diacritics: μετωποσκόπος Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: metōposkópos Transliteration B: metōposkopos Transliteration C: metoposkopos Beta Code: metwposko/pos

English (LSJ)

ον, A observing the forehead, judging of men by their foreheads, Plin.HN35.88, Suet.Tit.2.

German (Pape)

[Seite 164] stirnbeschauend, der aus der Stirne die Sinnesart der Menschen beurtheilt, Clem. Al. paed. 3, 3, 15; vgl. Plin. H. N. 35, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσκόπος: -ον, ὁ μαντευόμενος διὰ τῶν ῥυτίδων τοῦ μετώπου, Κλήμ. Ἀλ. 261, πρβλ. Πλίν. 33, 11, Sueton. Tit. 2.

Greek Monolingual

ο (Α μετωποσκόπος)
αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου και τών ρυτίδων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωρο-σκόπος, ονειρο-σκόπος].

Russian (Dvoretsky)

μετωποσκόπος: рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.