μεταναιέτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who dwells with, Hes.Th.401.
German (Pape)
[Seite 150] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = μετανάστης, Hes. Th. 401.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναιέτης: -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας εἶναι, μεθ’ ἑαυτοῦ οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας γραπτέον: ...ἕο μέτα ναιέτας εἶναι.
French (Bailly abrégé)
c. μετανάστης.
Étymologie: μετά, ναίω.
Greek Monolingual
μεταναιέτης, ὁ (Α)
αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ' ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης.
Greek Monotonic
μεταναιέτης: αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταναιέτης: ου ὁ переселенец Hes.
Middle Liddell
μετα-ναιέτης, ου, ὁ,
one who dwells with, Hes.