μισθουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A hired workman, Hsch. s.v. λάτρις.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, Lohnarbeiter, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μισθουργός: ὁ, ἐργάτης μισθωτός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάτρις.
Greek Monolingual
μισθουργός, ὁ (Α)
ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός, στιχ-ουργός].