χτικιάζω
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monolingual
Ν
1. (αμτβ.) προσβάλλομαι από χτικιό, από φυματίωση («χτίκιασε και πέθανε νέος»)
2. (μτβ.) βασανίζω πολύ, ταλαιπωρώ κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά»)
3. (αμτβ.) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον μήνα κουράστηκα, χτίκιασα»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χτικιασμένος, -η, -ο
α) φυματικός
β) πολύ εξασθενημένος, πολύ αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χτικιάζω, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. εκτική (νόσος) «συνεχής» (< έξη «συνήθεια»), με ρηματ. κατάλ. -ιάζω, σίγηση του αρκτικού άτονου ε- και ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το επίθ. τηκτικός (< τηκτός < τήκω «λειώνω»), μέσω ενός ρ. τηκτικιάζω, με αποβολή της πρώτης συλλαβής].