χωμάτινος
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
Greek (Liddell-Scott)
χωμάτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ χώματος πεποιημένος, «χωματένιος», Κ. Μανασσ. Χρον. 233.
Greek Monolingual
-η, -ο / χωμάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜ
1. χωματένιος
2. μτφ. γήινος, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιο ή τον πνευματικό («τὴν γηγενῆ καὶ χωματίνην σάρκα», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].