ἡμιτμήξ

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

German (Pape)

[Seite 1170] ῆγος, halb zerschnitten, Paul. Sil. Ecphr. 243. In Man. 4, 6 ist ἡμιτμῆτι die richtige Lesart für ἡμιτμῆγι.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτμήξ: ῆγος, ἢ ἡμιτμής, ῆτος, ὁ, ἡ, = ἡμίτομος, Μανέθ. 4. 6, Παῦλ. Σιλεντ. Ἁγ. Σοφ. 243.

Greek Monolingual

ἡμιτμήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
κομμένος στη μέση, διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο-τμήξ].