ζευγάρι
Greek Monolingual
το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν)
ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια της γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ.
β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «κάνω ζευγάρι» — καλλιεργώ, οργώνω
2. «βγήκαν τα ζευγάρια» — άρχισε το όργωμα
3. (ως επίρρ.) ανά δύο, κατά ζεύγη («οι Χιώτες πάνε ζευγάρι»)
νεοελλ.-μσν.
1. δύο ομοειδή αντικείμενα που συμπληρώνουν το ένα το άλλο («ένα ζευγάρι παπούτσια»)
2. δύο όμοια ή δύο περίπου όμοια ζώα ή πράγματα («ένα ζευγάρι φανέλες»)
3. ζεύγος από αρσενικό και θηλυκό, αντρόγυνο («ταιριαστό ζευγάρι»)
4. έκταση γης την οποία μπορεί σ' ένα χρονικό διάστημα να καλλιεργήσει κάποιος με ένα ζευγάρι βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + κατάλ. -άρι πρβλ. λιθάρι, μοσχάρι].