Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιδιοπαθής

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11

Greek Monolingual

-ές (Α ἰδιοπαθής, -ές)
νεοελλ.
φρ. «ιδιοπαθής νόσος» — νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης («ιδιοπαθής υπέρταση»)
αρχ.
αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο ψυχικό πάθος.
επίρρ...
ἰδιοπαθῶς (Α)
με προσωπικά κίνητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -παθής (< πάθος), πρβλ. σεισμοπαθής, ψυχοπαθής].