καταγγελεύς

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγγελεύς Medium diacritics: καταγγελεύς Low diacritics: καταγγελεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΕΥΣ
Transliteration A: katangeleús Transliteration B: katangeleus Transliteration C: kataggeleys Beta Code: kataggeleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who proclaims, herald, ἀγώνων IG12(2).58a10 (Mytilene, i B.C.), cf. BSA26.163 (Sparta, ii A.D.); ξένων δαιμονίων Act.Ap.17.18.

German (Pape)

[Seite 1341] ὁ, der da meldet, verkündigt, ξένων δαιμονίων N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καταγγελεύς: έως, ὁ, = κατάγγελος, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18.

English (Strong)

from καταγγέλλω; a proclaimer: setter forth.

English (Thayer)

καταγγελεως, ὁ (καταγγέλλω, which see), "announcer (Vulg. annuntiator), proclaimer: with the genitive of the object, Acts 17:18. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταγγελεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισαγγελεύς, υπαγγελεύς].

Greek Monotonic

καταγγελεύς: -έως, ὁ, = κατάγγελος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταγγελεύς: έως ὁ провозвестник (ξένων δαιμονίων NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγγελεύς -έως, ὁ [καταγγέλλω] boodschapper.

Middle Liddell

καταγγελεύς, έως, = κατάγγελος, NTest.]

Chinese

原文音譯:kataggeleÚj 卡特-昂給留士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-信息者
字義溯源:宣佈者,宣講者,傳說,傳講;源自(καταγγέλλω)=宣佈);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 傳講(1) 徒17:18