κεφαλίδα
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεφαλίς, -ίδος)
μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.)
νεοελλ.
1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας
2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου, άρθρου ή μελέτης
μσν.
στον πληθ. αἱ κεφαλίδες
οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια
μσν.-αρχ.
(για κίονα) το κιονόκρανο
αρχ.
1. στον πληθ. το σχοινί της πλώρης, τα γούμενα της πλώρης του πλοίου
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος
3. το πόδι στο οποίο στηρίζεται τραπέζι, πιθανώς μονόποδο
4. κεφάλαιο ή τμήμα ή ουσιώδης περίοδος λόγου σε βιβλίο («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)
5. το άκρο, το τέλος
6. φρ. «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλ-ίς < κεφαλή + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. βιβλίς, δεσμίς)].