κρεμάστρα

From LSJ
Revision as of 18:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμάστρα Medium diacritics: κρεμάστρα Low diacritics: κρεμάστρα Capitals: ΚΡΕΜΑΣΤΡΑ
Transliteration A: kremástra Transliteration B: kremastra Transliteration C: kremastra Beta Code: krema/stra

English (LSJ)

ἡ, Hellen. for κρεμάθρα (Moer. p.242 P.), Eust.1625.17, v.l. in Arist.Rh.1412a14. 2 stalk by which a flower hangs, Thphr.HP3.16.4.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμάστρα: ἡ, = τῷ Ἀττικῷ κρεμάθρα, («κρεμάθρα, Ἀττικῶς. κρεμάστρα Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σελ. 242), Εὐστ. 1625. 17, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5. 2) ὁ μίσχος δι’ οὗ τὸ ἄνθος κρέμαται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cordage d’une ancre.
Étymologie: κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

η (AM κρεμάστρα)
νεοελλ.
έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων
μσν.
1. κρεμάλα
2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού
αρχ.
1. κρεμάθρα
2. ο μίσχος απ' όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. κρεμασ- (πρβλ. κρεμάσ-αι, απρμφ. αορ. του κρεμάννυμι) + επίθημα -τρα (πρβλ. θερμάστρα, ξύστρα].

Russian (Dvoretsky)

κρεμάστρα: ἡ якорный канат (Arst. - v. l. κρεμάθρα).