ἡδύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 19:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύγλωσσος Medium diacritics: ἡδύγλωσσος Low diacritics: ηδύγλωσσος Capitals: ΗΔΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hēdýglōssos Transliteration B: hēdyglōssos Transliteration C: idyglossos Beta Code: h(du/glwssos

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, ον, A sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.

German (Pape)

[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δίγλωσσος, πολύγλωσσος].

Greek Monotonic

ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύγλωσσος: только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий (βοά Pind.).

Middle Liddell

ἡδύ-γλωσσος, ον γλῶσσα
sweet-tongued, Pind.