κητοφόνος

From LSJ
Revision as of 07:45, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητοφόνος Medium diacritics: κητοφόνος Low diacritics: κητοφόνος Capitals: ΚΗΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kētophónos Transliteration B: kētophonos Transliteration C: kitofonos Beta Code: khtofo/nos

English (LSJ)

ον, A killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.

German (Pape)

[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολοφόνος, τυραννοφόνος.

Greek Monotonic

κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).

Middle Liddell

κητο-φόνος, ον [*φένω
killing sea-monsters, Anth.