ἀήσσητος
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Att. ἀήττητος, ον, A unconquered, not beaten, Th.6.70, Lys.33.7, D.18.247, AP7.741 (Crin.), etc.; especially of the Stoic sage, Zeno Stoic.1.53,etc. 2 unconquerable, Pl.R.375b, Phld.D.3Fr.88b.
German (Pape)
[Seite 44] unbesiegt, Thuc. 6, 70, s. ἀήττητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήσσητος: Ἀττ. ἀήττητος, ον, ἀνίκητος, μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἀήττητος;
1 non vaincu;
2 invincible.
Étymologie: ἀ, ἡσσάομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): át. ἀήττητος, dór. ἀνήσσατος Theoc.6.46
1 no vencido, invicto de la caballería siracusana, Th.6.70, cf. Lys.33.7, Sm.Ps.88.8, Theoc.l.c., Plb.15.16.5, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53, ἀ. θάνατος muerte sin derrota e.e. del no vencido en combate, AP 7.741 (Crin.)
•en titulaturas imperiales τὸ ἀήττητον ὑμῶν κράτος SB 7517.5 (III d.C.), PMasp.19.28 (VI d.C.), Sardis 84.9 (IV d.C.), ICr.4.284a.1 (Gortina IV d.C.).
2 invencible ψυχή Pl.R.375b, θυμός Arist.Pol.1328a7, EE 1229a28, πλήθη Plb.1.35.5, cf. Phld.D.3.fr.88b.5, ἀ. ἦν κατὰ τὴν πεττευτικήν era invencible en el juego de damas Phan.18, γνῶμαι Luc.Anach.12, cf. Aristeas 193, M.Ant.1.16.10, ἐστιν ἀ. περὶ λόγους Aristid.Or.50.49.
3 adv. -ως de modo invencible Poll.1.157.
Greek Monotonic
ἀήσσητος: μεταγεν. Αττ. ἀ-ήττητος, -ον (ἡσσάομαι),
1. ανίκητος, σε Θουκ., Δημ.
2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να νικήσει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀήσσητος: атт. ἀήττητος 2
1) непокоренный, непобежденный Thuc., Lys., Plat., Dem.;
2) неодолимый, непобедимый Plat., Plut.
Middle Liddell
ἡσσάομαι
1. unconquered, Thuc., Dem.
2. unconquerable, Plat.