βλεφαρίς

From LSJ
Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεφᾰρίς Medium diacritics: βλεφαρίς Low diacritics: βλεφαρίς Capitals: ΒΛΕΦΑΡΙΣ
Transliteration A: blepharís Transliteration B: blepharis Transliteration C: vlefaris Beta Code: blefari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A eyelash, Ar.Ec. 402: mostly in plural, Id.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA658a11. II = βλέφαρον, eyelid, Id.HA504a29.

German (Pape)

[Seite 449] ίδος, ἡ, Augenwimper, Ar. Equ. 373 Eccl. 402 Xen. Mem. 1, 4, 6 Arist. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ θρὶξ τοῦ βλεφάρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402· τὸ πλείστον πληθ. = τρίχες τῶν βλεφάρων, Λατ. cilia, ὁ αὐτ. Ἱππ. 373, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 6, Ἀριστ. Ζῴ. Μορ. 2.14,1, κτλ. ΙΙ. = βλέφαρον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ.2.12,7.,3.11,7. κ. ἀλλ. [ὁ Δράκων σ. 45 λέγει ὅτι σχηματίζει τὴν γεν. εἰς -ῖδος παρ᾿ Ἴωσιν· ἀλλ᾿ οὐδὲν τοιοῦτο παράδειγμα εἶναι γνωστόν].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
v. βλέφαρον.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
I 1pestaña βλεφαρίδ' οὐκ ἐσώσατο Ar.Ec.402
frec. plu. pestañas Ar.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 658a11, Plu.2.659c, Gal.12.434, 450.
2 párpado βλεφαρίδων καμπυλότης Hp.Coac.214, μύουσι γὰρ τῇ κάτω βλεφαρίδι πάντες Arist.HA 504a29.
II agr. bollón, yema que echa una planta κρυμὸς γέγονε ... καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων ... ἀνέκοψεν Gr.Naz.Ep.57.1.

Greek Monolingual

η
βλ. βλεφαρίδα.

Greek Monotonic

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ, βλεφαρίδα, τσίνορο, στον πληθ. βλεφαρίδες, Λατ. cilia, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

βλεφᾰρίς: ίδος ἡ1) преимущ. pl. ресница Arph., Xen., Arst., Plut.;
2) веко Arst.

Middle Liddell


an eyelash, in plural eyelashes, Lat. cilia, Ar., Xen., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεφαρίς -ίδος, ἡ βλέφαρον meestal plur., oogwimper.