πλοχμός

From LSJ
Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοχμός Medium diacritics: πλοχμός Low diacritics: πλοχμός Capitals: ΠΛΟΧΜΟΣ
Transliteration A: plochmós Transliteration B: plochmos Transliteration C: plochmos Beta Code: ploxmo/s

English (LSJ)

ὁ, A like πλόκαμος, mostly in plural, locks, braids of hair, Il.17. 52, A.R.2.677, AP6.237 (Antist.), Q.S.5.39. II tentacles of the polypus, AP9.10 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, wie πλόκαμος, geflochtenes Haar, Locke, gew. im plur., Il. 17, 52 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 677.

Greek (Liddell-Scott)

πλοχμός: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ πλόκαμος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. βόστρυχοι, πλόκαμοι τῆς κόμης, Ἰλ. Ρ. 52, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677, Ἀνθ. Π. 6. 237. ΙΙ. οἱ πλόκαμοι τοῦ πολύποδος, αὐτόθι 9. 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boucle de cheveux.
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; v. πλέκω, cf. πλόκαμος.

English (Autenrieth)

=πλόκαμος, pl., Il. 17.52†.

Greek Monolingual

-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του πλέκω + επίθημα -smo-, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].

Greek Monotonic

πλοχμός: -οῦ, ὁ,
I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλοχμός -οῦ, ὁ [~ πλόκαμος] haarlok, krul.

Russian (Dvoretsky)

πλοχμός: ὁ (только pl.)
1) прядь волос, локон Hom., Anth.;
2) щупальце (sc. πουλύπου Anth.).

Middle Liddell

πλοχμός, οῦ, ὁ,
I. like πλόκαμος, mostly in plural locks, braids of hair, Il., Anth.
II. the tendrils of the polypus, Anth.