κόρυθος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ὁ, (κόρυς) A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id. II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = κολλυρίων), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.
French (Bailly abrégé)
gén. de κόρυς.
Greek Monolingual
κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρυθος gen. van κόρυς.
Russian (Dvoretsky)
κόρῠθος: gen. к κόρυς.