ήρης

From LSJ
Revision as of 10:40, 4 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ήρης Medium diacritics: ήρης Low diacritics: ήρης Capitals: ΗΡΗΣ
Transliteration A: ḗrēs Transliteration B: ērēs Transliteration C: iris Beta Code: h)remh/rhs

English (LSJ)

an Adj. termin.,
1 from ἀραρεῖν, ἀραρίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.
2 from ἐρε- (ἐρέτης), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.
3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).

Greek (Liddell-Scott)

ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφήρης, ἁλιήρης· τριήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.

Greek Monotonic

ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐριήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρέσσω, όπως το ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, κ.λπ.