ἴσχαιμος

From LSJ
Revision as of 09:18, 30 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "" to "ἡ")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσχαιμος Medium diacritics: ἴσχαιμος Low diacritics: ίσχαιμος Capitals: ΙΣΧΑΙΜΟΣ
Transliteration A: íschaimos Transliteration B: ischaimos Transliteration C: ischaimos Beta Code: i)/sxaimos

English (LSJ)

ον, (ἴσχω, αἷμα) A staunching blood, Thphr.HP9.13.1, Dsc. 4.43; styptic, Luc.Tim.46, Aret.CA2.6 (dat. pl. -αίμασι codd.), POxy.1088.19. 2 ἴσχαιμος, ἡ, plant used as a styptic, Andropogon ischaemum, Thphr.HP9.15.3, Sch.Il.11.846.

German (Pape)

[Seite 1272] bluthemmend, Luc. Tim. 46, Medic., φάρμακον; – ἡ ἴσχ., eine Pflanze, die auch ἰσχαίμων heißt.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσχαιμος: -ον, (ἴσχω) ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥεῦσι τοῦ αἵματος, Θεοφρ. Π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1· δεινῶς γὰρ ἴσχαιμόν ἐστι τὸ φάρκακον Λουκ. Τίμ. 46· - ἴσχαιμος, ἡ ῥίζα φυτοῦ τινος τῆς Θράκης ἔχουσα τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥοὴν τοῦ αἵματος «κεντηθείσης φλεβός, οἱ δὲ καὶ σφοδροτέρω διατμηθείσης» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 3, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 848.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui arrête le sang.
Étymologie: ἴσχω, αἷμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)
αυτός που προκαλεί αναστολή της κυκλοφορίας του αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση της αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) ο στυπτικός
2. το θηλ. ως ουσ.ἴσχαιμος
ρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγαιμος, παχύαιμος].

Greek Monotonic

ἴσχαιμος: -ον (ἴσχω, αἷμα), αυτός που σταματά το αίμα, αιμοστατικός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἴσχαιμος: кровоостанавливающий (φάρμακον Luc.).

Middle Liddell

ἴσχ-αιμος, ον ἴσχω, αἷμα
staunching blood, Luc.