ἀναθυμίασις
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
εως, ἡ, A rising in vapour, exhalation, Arist. Mete.365b22, cf.Thphr.Fr.33, Petron.47, Plu.2.365e, Hdn.3.14.8: pl., Corn.ND7, Porph.Abst.1.47; of sacrifices, Jul.Caes.333d. 2 of the soul, Heraclit.12. 3 of bodily processes, ἡ ἐκ τῶν χυμῶν ἀναθυμίασις Gal. UP11.14, cf. 6.17.
German (Pape)
[Seite 188] ἡ, das Aufdampfen, Arist. Meteor. 2, 4 von ἀτμίς unterschieden, als trocken und heiß; Herodian. 3, 14, 15 von Dünsten, die aus Sümpfen aufsteigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθῡμίᾱσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρει δὲ τῆς ἀτμίδος· ἔστι γὰρ ἀτμίδος μὲν φύσις ὑγρὸν καὶ θερμόν, ἀναθυμιάσεως δὲ θερμὸν καὶ ξηρόν, καὶ ἔστιν μὲν ἀτμὶς μὲν δυνάμει οἷον ὕδωρ, ἀναθυμίασις δὲ δυνάμει οἶον πῦρ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, καὶ ἀλλ. 2) λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτῳ πρὸς δήλωσιν τῆς ψυχῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 19· πρβλ. ἐκπύρωσις·
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 exhalación, efluxión, efluvio de vapores, etc., como explicación de muchos fenómenos: del alma ἡ ψυχὴ ... αἰσθητικὴ ἀναθυμίασις Heraclit.B 12, τὸ ψυχάριον ἀναθυμίασις ἀφ' αἵματος M.Ant.5.33, ἡ ζωὴ ... οἷον ἡ ἀφ' αἵματος ἀ. M.Ant.6.15
•forma pedante de denominar aires, ventosidades Petron.47
•evaporación ὁ ἥλιος ... ἀσθενεῖς ... οὔσας τὰς ἀ. μαραίνει Arist.Mete.361b15, τῷ δ' ὑγρῷ τὸ ξηρὸν βρεχόμενον ... ἴσχειν καὶ ἀναθυμιάσεις Plu.2.689e, cf. Arist.Mete.344a10, 365b22, Chrysipp.Stoic.2.196, Thphr.Fr.33, Corn.ND 7, Ach.Tat.Intr.Arat.19, Hero Spir.1.proem. (p.12.2), Ph.1.642
•ἡ οἴνων ἀ. borrachera Ath.675e, cf. Plu.2.647d
•vaho, humo de los sacrificios, Iul.Caes.333d.
2 destilado, humor, secreción de líquidos en procesos fisiológicos γίνεται ἀναθυμίασις εἰς τὰς φλέβας Arist.Somn.Vig.456b3, ἡ ἐκ τῶν χυμῶν ἀ. Gal.3.901, ἀ. σπέρματος semen Porph.Abst.4.20, cf. 1.47.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθῡμίᾱσις: εως ἡ испарение (ἀπὸ ὑγροῦ καὶ ἀπὸ ξηροῦ Arst.; ἀ. ὁμιχλώδης Plut.).