υποβαίνω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
ΜΑ βαίνω
(με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ' αὐτοῦ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν.
β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.)
αρχ.
1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ ὑποβαινόμενον σκέλος» — το πόδι στο οποίο στηρίζεται το βάρος του σώματος, Ιπποκρ.)
2. χρησιμεύω ως βάση, ως στήριγμα («αἱ υποβεβηκυῑαι ἀρχαί», Σέξτ. Εμπ.)
3. περιέχομαι («τῇ σαφηνείᾳ ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές», Ερμογ.)
4. (για την παλίρροια) κατεβαίνω, κατέρχομαι
5. υποχωρώ, τραβιέμαι προς τα πίσω («ὑπέβη εἰς τοὐπίσω», Ηλιόδ.)
6. είμαι κατώτερος, είμαι χαμηλότερος («τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τὴς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ μέγαθος» — πηγαίνοντας σαράντα πόδια πιο κάτω, χτίζοντας σαράντα πόδια χαμηλοτέρα, Ηρόδ.)
7. ελαττώνομαι, μειώνομαι («καθάπερ ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ τίμημα», Πλάτ.)
8. (η μτχ. ενεστ. ή αορ. ως επίρρ.) ὁ ὑποβαίνων και ὁ ὑποβάς
(για βιβλίο) στη συνέχεια, παρακάτω, λίγο πιο κάτω (α. «ὑποβαίνων ὀρεῑ», Ερμογ.
β. «μικρὸν ὑποβάς», Παρθ.)
9. (η μτχ. παρακμ.) υποβεβηκώς, -υῑα, -ός
α) αυτός που περιέχεται σε κάποιον άλλο, που βρίσκεται σε σχέση είδους προς γένος («ὑποβεβηκυῑαι ἰδέαι», Ερμογ.)
β) (για αριθμούς) μικρότερος στην ίδια κλίμακα
10. φρ. α) «ὑποβαίνω αὐχήματος» — πέφτω χαμηλότερα, περιορίζεται ο εγωισμός μου (Διον. Αλ.)
β) «ὑποβαίνω τῆς εὐδαιμονίας» — χάνω την ευτυχία μου (Ιώσ.)
γ) «ὑποβαίνω τι πρὸς τὰ ἄλλα» — φτάνω σε λεπτομέρειες (Θεοφρ.).