συνεδρεία
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ἡ,
A sitting as σύνεδροι or in conference, session, meeting, Aeschin.3.93,94, SIG330.34 (Ilium, iv B.C.), PFrankf.7v.14 (iii B.C.), PTeb.43.30, 61 (b).223, 72.155,171 (ii B.C.); ἀποχωροῦντα ἀπὸ τῆς συνεδρείας = withdrawing from the circle of friends, X.Mem.4.2.3; ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία = his conference with his friends, Plb.18.54.2; παρακληθεὶς ἐπὶ συνεδρείαν Phld.Vit. p.31 J.; coupled with συμβουλή, Vit.Philonid.p.10 C.; sitting of the Roman Senate, D.C.55.3.
II tenure of office of σύνεδρος, OGI504.7, 507.11 (Aezani, ii A.D.).
III v. συνεδρία. (Written συνεδρία in X. and Aeschin. Il. cc., SIG l.c. (gen. pl. συνεδριῶν), Phld.Rh.1.378 S., but συνεδρεία in other Pap. from iii B.C., also OGIll. cc. and codd. of Plb. and D.C. ll.cc.)
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, = συνεδρία, von συνεδρεύω, Berathschlagung, μετὰ τῶν φίλων Pol. 18, 37, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδρεία: ἡ, ἴδε συνεδρία.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνεδρεία: ἡ, = συνεδρία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεδρεία -ας, ἡ zie συνεδρία.