ἔμφωνος

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφωνος Medium diacritics: ἔμφωνος Low diacritics: έμφωνος Capitals: ΕΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: émphōnos Transliteration B: emphōnos Transliteration C: emfonos Beta Code: e)/mfwnos

English (LSJ)

ον, A vocal, Ael.NA15.27.

German (Pape)

[Seite 821] stimmbegabt, Xen. Hell. 2, 4, 20, vom Herold, mit der v.l. εὔφωνος; von Thieren, Ael. H. A. 15, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφωνος: -ον, ἔχων φωνήν, φωνητικός, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰν φωνήν, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 doué de la voix;
2 qui a une voix sonore.
Étymologie: ἐν, φωνή.

Spanish (DGE)

-ον
parlante, dotado de voz (ἄνθρωποι) Ael.NA 7.17, (ὄρνιθες) Ael.NA 15.27, αὐλός Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales Par.Pal.20.1.

Greek Monolingual

ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.

Greek Monotonic

ἔμφωνος: -ον (ἐν, φωνή), αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος, ε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφωνος: обладающий зычным голосом, громогласный (κῆρυξ Xen. - v.l. εὔφωνος).

Middle Liddell

ἔμ-φωνος, ον adj [ἐν, φωνή
loud of voice, Xen.