ραφανίδα

From LSJ
Revision as of 16:16, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ
1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη του οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος
2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος του φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῑδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].