μελαμβαθής

From LSJ
Revision as of 18:40, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβᾰθής Medium diacritics: μελαμβαθής Low diacritics: μελαμβαθής Capitals: ΜΕΛΑΜΒΑΘΗΣ
Transliteration A: melambathḗs Transliteration B: melambathēs Transliteration C: melamvathis Beta Code: melambaqh/s

English (LSJ)

ές, A darkly deep, Ταρτάρου κευθμών A.Pr.221; ἀκταὶ Ἀχέροντος S.Fr.523 (v.l. -βαφεῖς) ; σηκὸς δράκοντος E.Ph.1010 (v.l. -βαφής) ; εἴδωλον v.l. in B.Fr.25; cf. μελαγκευθής.

German (Pape)

[Seite 118] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών, Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβᾰθής: -ές, ὁ ἔχων μέλαν βάθος, ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219· ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469· σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.· συχν. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος μέλας, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. εἴδωλον, Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
noir et profond.
Étymologie: μέλας, βάθος.

Greek Monolingual

μελαμβαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχι-βαθής].

Greek Monotonic

μελαμβᾰθής: -ές (βάθος), αυτός που βρίσκεται σε σκοτεινά βάθη, πολύ βαθύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελαμβᾰθής: чернеющий своей глубиной, темный и глубокий (Ταρτάρου κευθμών Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).

Middle Liddell

μελαμ-βᾰθής, ές βάθος
darkly deep, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

black and deep, deep and dark, deep and gloomy, steeped in darkness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)