Ἀχερόντειος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
α, ον, of Acheron, Acherontic, ναῦς Call.Hec.31.3:—also Ἀχερόντιος, E.Alc.443 (lyr.), Ar.Ra.471:—fem. Ἀχεροντιάς, άδος, νύξ AP5.240 (Paul. Sil.): and Ἀχερούσιος, α, ον (also ος, ον A.Ag.1160), Th.1.46:—fem. Ἀχερουσιάς, άδος, X.An.6.2.2, Pl.Phd.113a.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχερόντειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Ἀχέροντα ἀνήκων, ναῦς Καλλ. Ἀποσπ. 110· ὡσαύτως Ἀχερόντιος Εὐρ. Ἄλκ. 444, Ἀριστοφ. Βάτρ. 471· καὶ Ἀχερούσιος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1160· θηλ. Ἀχερουσιάς, άδος, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 2, Πλάτ. Φαίδων 113Α.
Greek Monolingual
Ἀχερόντειος και -ιος και -ούσιος (θηλ. -οντιάς και -ουσιάς) (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχέροντα.