παλίντοκος

From LSJ
Revision as of 11:27, 16 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

German (Pape)

[Seite 451] den Eltern entgegen, unähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παλίντοκος: -ον, ἀνόμοιος τοῖς τοκεῦσι, «θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2231.

Greek Monolingual

παλίντοκος, -ον (Μ)
ο ανόμοιος προς τους γονείς του («θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῖδες τοῖς πατράσι», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τόκος (< τίκτω)].