δικαστήριον
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
τό, A court of justice, δικαστήριον συνάγειν Hdt.6.85; δικαστήριον συγκλῄειν Ar.Eq.1317; ὑπὸ δικαστήριον ὑπαχθείς Hdt.6.72, cf. 104; εἰς δικαστήριον ἄγεσθαι Pl.Phdr.273b; ἀναβὰς ἐς τὸ δικαστήριον Antipho 6.21; παραδιδόναι τῷ δικαστηρίῳ And.1.17; ἐπὶ δικαστήριον ἐλθεῖν Is.1.1; ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου Id.5.29; πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54; in Egypt, office of the governor, PLips.64.24 (iv A. D.). 2 the court, i.e. the judges, Ar.V.624, Pl.Lg.880d, etc.; ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δικαστήριον = when this court rises D.21.221.
German (Pape)
[Seite 628] τό, der Ort, wo Gericht gehalten wird, Gerichtshof, Gericht; ὑπὸ δικαστήριον ὑπάγειν Her. 6, 72, wie εἰς δ. ἄγειν, ἀναβαίνειν, ἐμπεσεῖν, Plat. Phaedr. 273 b Gorg. 486 b Rep. VIII, 558 b; ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is. 1, 1; τὰ δ. συγκλείειν Ar. Equ. 1314 u. A. Auch wie bei uns, Gerichtshof, für »die Richter«, αὐτοὶ οἱ δικάζοντες Th. Mag., Plat. Legg. IX, 880 c ἐὰν τὸ δ. τιμήσῃ τὴν δίκην; vgl. Ar. Vesp. 624.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνονται δίκαι, δ. συνάγειν Ἡρόδ. 6.85· συγκλείειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317· -ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινὰ, Ἡρόδ. 6.72, 104· εἰς δ. ἄγειν Πλάτ. Φαίδρ. 273Β· ἀναβὰς εἰς τὰ δ. Ἀντιφῶν 143.42· παραδοῦναι τῷ δ. Ἀνδοκ. 3.27· ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Ἰσαῖ. 35.4· πρὸ δικαστηρίου Ἰσοκρ. 150D, κτλ. 2) οἱ δικασταί, Ἀριστ. Σφ. 624, Πλάτ. Νόμ. 880D, κτλ.· ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δ. Δημ. 585.9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tribunal.
Étymologie: δικάζω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 tribunal como sede εἰς δ. ... εἶμ' Ar.Ec.460, cf. Lys.6.54, Is.1.1, POxy.3759.19 (IV d.C.), εἰς δικαστήριον ἄγεσθαι Pl.Phdr.273b, Luc.Herm.30, ἀναβὰς ἐγὼ εἰς τὸ δ. Antipho 6.21, ἀπιέναι ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου Lys.10.25, τὰ δικαστήρια συγκλείειν Ar.Eq.1317, ἐν δικαστηρίῳ καταδικασθῆναι Ph.1.289, cf. Luc.Pisc.11, Artem.2.29, καῖσαρ κατίσας (l. καθ-) ἐν τῷ δικαστηρίῳ POxy.3019.6 (III d.C.), cf. PFlor.304.6 (VI d.C.), ὅλη ἡ Βαβυλὼν δ. ἦν Charito 5.4.4
•fig. τῶν αἰσθήσεων δ. Ph.1.523, τὸ ψυχῆς δ. Ph.1.471
•en Egipto sede del gobernador, oficina del gobernador Wilcken Chr.281.25 (IV d.C.).
2 tribunal como reunión de jueces δ. συνάγειν Hdt.6.85, ἀναστῆναι τὸ δ. D.21.221, συλλέγειν δ. ILampsakos 9.28 (II a.C.), ὑπὸ δικαστήριον ὑπαχθείς conducido ante el tribunal Hdt.7.72, cf. 6.104, παραδιδόναι ... τῷ δικαστηρίῳ And.Myst.17, ἁπαντᾶν ἐπὶ τὸ δ. Luc.Cat.13, τὰ δικαστήρια μέλλει δικάζειν Ar.Th.78, cf. V.624, οὐδ' ἄρα διδασκαλικὸς ὁ ῥήτωρ ἐστὶν δικαστηρίων Pl.Grg.455a, cf. Lg.880d, τὸ δ. τὸ ἐξ Ἀρείου πάγου Lys.1.30, ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου ante el tribunal Is.5.29, Plb.12.8.5, IEphesos 4A.15 (III a.C.), Vett.Val.75.19, πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54, ἐὰν δίχα ... γένηται τὸ δ. Arist.Pol.1318a40, αἱ ... δικαστηρίων κατασκευαί Plb.7.6.2.
Greek Monotonic
δῐκαστήριον: τό (δικάζω),·
1. τόπος απονομής δικαιοσύνης, εκεί που γίνονται οι δίκες, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινά, σε Ηρόδ.· εἰς δ. ἄγειν, σε Πλάτ.
2. δικαστικό σώμα, δικαστές, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαστήριον: τό
1) судилище, суд Her., Isocr., Plat., Isae., Dem., Arst. etc.;
2) суд, судьи Arph., Plat., Dem. etc.
Middle Liddell
δῐκαστήριον, ου, τό, n n δικάζω
1. a court of justice, Hdt., Ar., etc.: —ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινά Hdt.; εἰς δ. ἄγειν Plat.
2. the court, i. e. the judges, Ar., Dem.
Translations
am: ፍርድ ቤት; arc: ܒܝܬ ܕܝܢܐ; ar: محكمة; ast: tribunal de xusticia; azb: محکمه; az: məhkəmə; ba: суд; be_x_old: суд; be: суд; bg: съд; br: lez-varn; bs: sud; ca: tribunal; chr: ᏧᎾᏓᏱᎵᏓᏍᏗ; ckb: دادگا; cs: soud; cu: сѫдъ; cv: суд; cy: llys; da: domstol; de: Gericht; diq: mehkeme; el: δικαστήριο; en: court, court of law, lawcourt, law-court, court of justice; eo: tribunalo; es: tribunal de justicia; et: kohus; eu: auzitegi; fa: دادگاه; fi: tuomioistuin; fr: tribunal; fy: rjochtbank; gl: tribunal; gv: quaiyl; he: בית משפט; hi: न्यायालय; hr: sud; id: pengadilan; io: korto; is: dómstóll; it: organo giurisdizionale; ja: 裁判所; ka: სასამართლო; kbd: хей; kbp: tɔm hʊʊ kpaŋ; kk: сот; kn: ನ್ಯಾಯಾಲಯ; ko: 법원; ku: dadgeh; lad: bet-amishpat; la: iudicium; lb: geriicht; lo: ສານ; lt: teismas; lv: tiesa; mai: अदालत; min: pangadilan; mk: суд; mr: न्यायालय; ms: mahkamah; my: တရားရုံး; ne: अदालत; nl: rechtbank; nn: domstol; no: domstol; pa: ਅਦਾਲਤ; pl: sąd; pnb: عدالت; ps: نياوتون; pt: tribunal; qu: taripay suntur; ro: tribunal; ru: суд; sco: coort; sd: عدالت; sh: sud; simple: court; si: උසාවිය; sk: súd; sl: sodišče; sq: gjykata; sr: суд; sv: domstol; ta: நீதிமன்றம்; te: న్యాయస్థానం; th: ศาล; tr: mahkeme; tt: мәхкәмә; uk: суд; ur: عدالت; uz: sud; vec: tribunałe; vi: tòa án; war: hukmanan; wuu: 法院; xmf: სასამართლო; yi: געריכט; zh_min_nan: hoat-īⁿ; zh_yue: 法院; zh: 法院
Albanian: gjyq; Armenian: դատարան; Azerbaijani: ədələt məhkəməsi; Bulgarian: съд; Burmese: တရားရုံး; Chinese Mandarin: 法庭; Czech: soud; Danish: domstol; Dutch: rechtbank, gerechtshof; Finnish: tuomioistuin; French: tribunal, cour de justice; Georgian: სასამართლო; German: Gericht, Gerichtshof; Hungarian: bíróság, törvényszék; Latin: tribūnal, considium, iūs, forum; Macedonian: суд; Norwegian Bokmål: domstol; Nynorsk: domstol; Polish: sąd, trybunał; Portuguese: tribunal; Romanian: tribunal, curte de judecată, judecătorie; Russian: суд, трибуна́л; Shan: လုမ်းတြႃး; Spanish: tribunal de justicia; Swedish: domstol; Thai: ศาลยุติธรรม; Turkish: adliye; Uzbek: adliya; Zazaki: soret, edliya