δείξη

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

και δείξις, η (AM δεῖξις) δείκνυμι
το να δείχνει κάποιος κάτι
νεοελλ.
φρ. «η δείξις τών συνόρων» — το να δείχνει κάποιος με ακρίβεια, να καθορίζει τα σύνορα
αρχ.-μσν.
η απόδειξη («ἀνδρείας παρέχεται δεῖξιν»)
αρχ.
1. τρόπος αποδείξεως
2. επίδειξη
3. δημόσια ανακοίνωση, αποκάλυψη.