λακωνίζω
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
[ᾰ] imitate Lacedaemonian manners, imitate Lacedaemonian dress, etc., Pl. Prt. 342b sq. X. HG 4.8.18, D. 54.34; τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν = to be Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics, Pl. Prt. 342e6; λακωνίζω τῇ διαίτῃ Plu. Alc. 23; λακωνίζω τῇ φωνῇ Id. 2.150b; hence, speak laconically, ib. 513a, etc.; = titubo, Gloss.
ΙΙ.act in the Lacedaemonian interest, X. HG 4.44.2, etc.
ΙΙΙ. = παιδεραστέω (be a pederast), Ar. Fr. 338, Eup. 351.1. See also Λακωνίζω.
Greek Monolingual
(Α λακωνίζω) Λάκων
εκφράζομαι με συντομία και ακρίβεια («τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν»)
αρχ.
1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.)
2. ψελλίζω, τραυλίζω
3. διάκειμαι φιλικά προς τους Λάκωνες, ανήκω σε φιλοσπαρτιατικό κόμμα ή μερίδα, υποστηρίζω τους Λάκωνες
4. ρέπω προς την παιδεραστία.