πάραντα

From LSJ
Revision as of 09:16, 8 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάραντα Medium diacritics: πάραντα Low diacritics: πάραντα Capitals: ΠΑΡΑΝΤΑ
Transliteration A: páranta Transliteration B: paranta Transliteration C: paranta Beta Code: pa/ranta

English (LSJ)

Adv. sideways, sideward, Il.23.116.

German (Pape)

[Seite 492] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

πάραντα: Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’ἄναντα κάταντα πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «πάραντα, μήτε ἀνωφερῆ μήτε κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ ἀντικρύ, οἷον πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ».

French (Bailly abrégé)

adv.
de côté.
Étymologie: παρά, ἄντα.

English (Autenrieth)

(ἄντα): sideways, Il. 23.116†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα πλάγια, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο» (πρβλ. κάτ-αντα)].

Greek Monotonic

πάραντα: επίρρ., πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-αντα adv., zijwaarts.

Russian (Dvoretsky)

πάραντᾰ: adv. в сторону, в бок (ἄναντα κάταντα π. τε Hom.).

Middle Liddell

sideways, sidewards, Il.