επίπονος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίπονος, -ον) πόνος
κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα
2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῦς ἀνδρός», Πλάτ.)
3. αυτός που δεν αντέχει μεγάλη κούραση
4. (για οιωνούς) δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κακά
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπονον
κόπος, μόχθος.
επίρρ...
ἐπιπόνως και -α
1. με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα
2. μτφ. με επιμέλεια, με φιλοπονία.