κείτομαι

From LSJ
Revision as of 20:03, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

και κοίτομαικείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι)
1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι
2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος
νεοελλ.
είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών»)
μσν.
1. κοιμάμαι («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)
2. βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)
3. ανήκω («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς ἐκεῖνον κείτουνται», Διήγ. Βελ.)
4. βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου («κείθεται τὸ κορμίν του εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ Θεοῦ», Ασσίζ.)
5. είμαι υποχρεωμένος (από τον νόμο), οφείλω να... («ἐκεῖνος ὁποὺ ἔφερεν τοὺς ἀδίκους μάρτυρας κείθεται νὰ δώση τοιοῦτον δικαίωμαν τοῦ αὐθέντη..., Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεῖμαι, πιθ. αναλογικά προς το θέ-τω, θέ-τομαι. Η γραφή κοίτομαι οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση με το κοίτη «κρεβάτι». Ο διαλεκτικός τ. κείθομαι είναι προφανώς προϊόν συμφυρμού τών κείτομαι και θέτω].