αἰπόλος

From LSJ
Revision as of 15:15, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chevrier.
Étymologie: αἴξ, πολέω.

English (Autenrieth)

(αἴξ, πέλομαι): goat-herd, herder.

Spanish (DGE)

v. ἀείπολος.
-ου, ὁ
• Alolema(s): αἴπολος Prou.Bodl.610
1 cabrero c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες Il.2.474, Μελάνθιος Od.17.247, 369, cf. IG 13.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. Il.4.275, Pl.Lg.639a, Theoc.5.110, PSI 380.8 (III a.C.), PLond.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX Am.7.14, Luc.Sacr.12, Philostr.VA 2.5, Men.Epit.157, Nonn.D.1.474, 2.3
οἱ Αἰ. Los Cabreros tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).
2 hermafrodita αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.
• Etimología: Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω).

Greek Monotonic

αἰπόλος: ὁ, γιδοβοσκός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αἰ-πόλος αντί αἰγοπόλος από τα αἴξ, πολέω).

Russian (Dvoretsky)

αἰπόλος: дор. (in crasi) ᾡπόλος ὁ козопас Hom., Plat., Theocr., Men., Anth.

Frisk Etymological English

See also: αἴξ

Middle Liddell

αἰπόλος is for αἰγοπόλος from αἴξ, πολέω.]
a goatherd, Od., etc.

Frisk Etymology German

αἰπόλος: {aipólos}
Grammar: m.
Meaning: ‘(Ziegen)hirt’ (seit Od.),
Derivative: Ableitungen: αἰπολέω (nur Präsensstamm) ‘(Ziegen) weiden’ (A., Lys., Theok. u. a.); αἰπόλια n. pl. (-ιον sg.) ‘(Ziegen)herde(n)’ (Il. usw.); αἰπολικός (Theok. u. a.).
Etymology : aus *αἰγπόλος. — Wie βουκόλος (s. d.) ist αἰ(γ)-πόλος ein sog. synthetisches Kompositum, dessen Hinterglied zu πέλω, πέλομαι, lat. colo usw. gehört. De Saussure MSL 6, 161f. Weitere Lit. bei Bq. Abzulehnen Pedersen KZ 36, 88 und Lagercrantz Mélanges Boisacq 2, 59 (zu lat. ōpilio usw.). Über den Wegfall von -γ s. Schwyzer 398. — Die Hesychglosse αἰπόλος· κάπηλος παρὰ Κυπρίοις beruht nach Leumann Hom. Wörter 271f. auf willkürlicher Deutung von ρ 249f.
Page 1,43