ἀνεξικακία

From LSJ
Revision as of 15:50, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξῐκᾰκία Medium diacritics: ἀνεξικακία Low diacritics: ανεξικακία Capitals: ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ
Transliteration A: anexikakía Transliteration B: anexikakia Transliteration C: aneksikakia Beta Code: a)necikaki/a

English (LSJ)

ἡ, A forbearance, Plu.2.90e, Luc.Par.53, Hld.10.12; ἀ. πόνων patient endurance under . ., Hdn.3.8.8, cf. Eun.Hist.p.258D.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, Langmuth im Ertragen von Beleidigungen, Plut. de cap. util. ex hist. p. 280; Coriol. 15; Luc. Paras. 53; πόνων, Ausdauer, Hdn. 3, 8, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξῐκᾰκία: ἡ, μακροθυμία, Πλουτ. 2. 90E. κτλ.· ἀν. πόνων, ὑπομονή, καρτερία ἐν τοῖς κόποις, Ἡροδ. 3. 8: - πρβλ. Λεξ. ἀθησαυρ. λέξ. Κουμανούδη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résignation.
Étymologie: ἀνεξίκακος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 resignación ἵνα ... δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ LXX Sap.2.19, cf. Plu.2.90e, Epict.Ench.10, Luc.Par.53, Hld.10.12.2, Eun.Hist.p.258
paciencia de Dios, Clem.Al.Paed.1.9.79
como virtud cristiana, Clem.Al.Paed.3.12.91
c. gen. acción de soportar πόνων Hdn.3.8.8.
2 como tratamiento Vuestra Resignación μέμνηται ἡ ὑμετέρα ἀ. Const. en Thdt.HE 1.20.5.

Greek Monolingual

η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξικᾰκία: ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.